στενοχώρια

στενοχώρια
στενοχώρία η
1) расстройство, огорчение; 2) уныние, угнетённое состояние, тоска, грусть, печаль;

μεγάλη στενοχώρια — удручённое состояние;

από στενοχώρια — от расстройства, от огорчения, от тоски;

3) затруднение; затруднительное, стеснительное положение;

βρίσκομαι σε μεγάλη στενοχώρια — находиться в очень затруднительном положении, в стеснённых обстоятельствах;

4) теснота;

§ στενοχώρια στό στήθος — стеснение в груди


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "στενοχώρια" в других словарях:

  • στενοχωρία — στενοχωρίᾱ , στενοχωρία narrowness of space fem nom/voc/acc dual στενοχωρίᾱ , στενοχωρία narrowness of space fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχώρια — στενοχώρια, η και στεναχώρια, η 1. δυσφορία, θλίψη: Δεν μπόρεσε να κρύψει τη στενοχώρια του. 2. δυσχέρεια: Βρίσκεται σε μεγάλες στενοχώριες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στενοχώρια — η / στενοχωρία, ΝΜΑ, και στεναχώρια και σταναχώρια Ν, και ιων. τ. στενοχωρίη Α [στενόχωρος] 1. στενότητα χώρου, ανεπαρκής χώρος, σε αντιδιαστολή με την ευρυχωρία 2. μτφ. α) ψυχική αδιαθεσία, θλίψη (α. «αρρώστησε από τη στενοχώρια του» β. «ὅσα… …   Dictionary of Greek

  • στενοχωρίᾳ — στενοχωρίαι , στενοχωρία narrowness of space fem nom/voc pl στενοχωρίᾱͅ , στενοχωρία narrowness of space fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχωρίας — στενοχωρίᾱς , στενοχωρία narrowness of space fem acc pl στενοχωρίᾱς , στενοχωρία narrowness of space fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχωρίαι — στενοχωρία narrowness of space fem nom/voc pl στενοχωρίᾱͅ , στενοχωρία narrowness of space fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχωρίαν — στενοχωρίᾱν , στενοχωρία narrowness of space fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχωριῶν — στενοχωρία narrowness of space fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχωρίαις — στενοχωρία narrowness of space fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχωρίη — στενοχωρία narrowness of space fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχωρίην — στενοχωρία narrowness of space fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»